Κεφάλαιο 3 - Κριτική επισκόπηση των ερευνητικών πορισμάτων (μετα-ανάλυση) για τη ΣΒΕ στην Ελλάδα και το εξωτερικό

15. 3.7.1. Ποιες είναι οι αντιλήψεις των εκπαιδευτικών για τον σχολικό εκφοβισμό;

3.7.1. Ποιες είναι οι αντιλήψεις των εκπαιδευτικών για τον σχολικό εκφοβισμό;

Οι εκπαιδευτικοί πολλές φορές έρχονται στη διάρκεια της καριέρας τους αντιμέτωποι με περιστατικά σχολικού εκφοβισμού. Είναι σε θέση να τα διακρίνουν; Πώς αντιδρούν συνήθως; Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις των εκπαιδευτικών για το συγκεκριμένο θέμα. Έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί φανερώνουν ότι υπάρχουν ασάφειες, συγχύσεις και ποικίλες αντιλήψεις για τον σχολικό εκφοβισμό. Όμως, η κατανόηση του φαινομένου από τους εκπαιδευτικούς επηρεάζει άμεσα τον τρόπο δράσης τους, καθώς και τη γενικότερη στάση τους όταν έρχονται αντιμέτωποι με περιστατικά σχολικού εκφοβισμού.


Δραστηριότητα (συνεργατική) 4 / Κεφάλαιο 3 


Σύμφωνα με τους Pepler et al (1994 στο Craig et.al., 2000), το 85% των εκπαιδευτικών δήλωσαν ότι παρεμβαίνουν «σχεδόν πάντα» ή «συχνά» για να σταματήσουν τον εκφοβισμό, ενώ μόνο το 35% των μαθητών δήλωσε την παρέμβαση των εκπαιδευτικών. Παρομοίως, το 40% μαθητών του Δημοτικού και 60% μαθητών Λυκείου ανέφεραν ότι οι εκπαιδευτικοί προσπαθούν να σταματήσουν τον σχολικό εκφοβισμό «μια στις τόσες» ή «σχεδόν ποτέ» (Olweus, 1984). Συνδυάζοντας αυτά τα αποτελέσματα, γίνεται αντιληπτό πως οι εκπαιδευτικοί δεν σταματούν «πάντα» τον εκφοβισμό, σύμφωνα με τις δηλώσεις των μαθητών τους, ενώ οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί δηλώνουν πως παρεμβαίνουν συχνά σε περιστατικά σχολικού εκφοβισμού. Πού νομίζετε ότι οφείλεται αυτή η ασυμφωνία στις απόψεις των εκπαιδευτικών και των μαθητών; Ανταλλάξτε τις απόψεις σας με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, χρησιμοποιώντας το αντίστοιχο θέμα στην Ομάδα συζητήσεων για δραστηριότητες

Ο Boulton (1997) πραγματοποίησε μία έρευνα, σε 138 εκπαιδευτικούς Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, για να διερευνήσει τη συμπεριφορά των εκπαιδευτικών και τις αντιλήψεις τους σχετικά με την ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν τον σχολικό εκφοβισμό. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί θεωρούσαν πως οι σωματικές επιθέσεις (χτυπήματα, σπρωξίματα, κλωτσιές), οι απειλές και «ο εξαναγκασμός των άλλων να κάνουν πράγματα που δεν θέλουν» μπορούν να ενταχθούν στον όρο «εκφοβισμός». Όμως, ένα σημαντικό ποσοστό εκπαιδευτικών δε συμπεριλαμβάνει στον όρο σχολικό εκφοβισμό συμπεριφορές που σχετίζονται με τον αποκλεισμό ατόμων και την κοροϊδία (‘Laughing at someone’s misfortune’). Ως προς τη στάση των εκπαιδευτικών, η ίδια έρευνα ανέδειξε ότι οι γυναίκες εκφράζουν αρνητικότερη στάση προς τον σχολικό εκφοβισμό από τους άντρες, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσουν μία θετικότερη στάση προς τα θύματα. Άτομα που εργάζονται περισσότερο καιρό ως εκπαιδευτικοί, φαίνεται να αναπτύσσουν λιγότερο θετική στάση απέναντι στα θύματα. Η έρευνα του Boulton έδειξε ακόμη ότι οι εκπαιδευτικοί νιώθουν ότι έχουν την ευθύνη να αντιμετωπίσουν τα περιστατικά σχολικού εκφοβισμού, όχι όμως και την αυτοπεποίθηση να το κάνουν. Για τον λόγο αυτόν, δηλώνουν ότι χρειάζονται περισσότερη εκπαίδευση στο συγκεκριμένο θέμα.


Οι Craig, Henderson, and Murphy (2000), με την έρευνα τους σε 116 Καναδούς φοιτητές του Παιδαγωγικού τμήματος, ανέφεραν ότι οι σωματικές επιθέσεις ήταν περισσότερο πιθανό να συμπεριληφθούν στον όρο σχολικός εκφοβισμός, σε σύγκριση με τις λεκτικές επιθέσεις. Οι φοιτητές θεωρούσαν τον σωματικό εκφοβισμό ως ένα πολύ σοβαρό περιστατικό, δηλώνοντας ότι ήταν περισσότερο πιθανό να παρέμβουν όταν συμβαίνει. Παρόλα αυτά, η σωματική και λεκτική επιθετικότητα, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, είναι πιθανότερο να συμπεριληφθούν στον όρο σχολικός εκφοβισμός, σε αντίθεση με τον κοινωνικό αποκλεισμό. Οι υποψήφιοι εκπαιδευτικοί που έλαβαν μέρος στην έρευνα δήλωσαν ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν μπορεί να εντοπιστεί το ίδιο εύκολα, καθώς αποτελεί μία μορφή επιθετικότητας τα αποτελέσματα της οποίας δεν είναι άμεσα ορατά και διακριτά (όσον αφορά στο θύμα). Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι εκπαιδευτικοί με αυξημένη ενσυναίσθηση (empathy), κατανοούσαν καλύτερα καταστάσεις θυματοποίησης, οπότε και ήταν πιθανότερο να αναγνωρίσουν τον σχολικό εκφοβισμό, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι θα παρενέβαιναν για να τον σταματήσουν.

Οι φοιτητές - υποψήφιοι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι οι θύτες έχουν χαμηλή αυτοπεποίθηση, δεν έχουν αναπτύξει κοινωνικές δεξιότητες και έχουν χαμηλές επιδόσεις στο σχολείο. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγουν οι Nicolaides, Toda, and Smith (2002) σε έρευνα που διεξήγαγαν με δείγμα 270 φοιτητές παιδαγωγικών τμημάτων, διερευνώντας τις γνώσεις και τη στάση των μελλοντικών εκπαιδευτικών προς τον σχολικό εκφοβισμό. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με νέα ερευνητικά δεδομένα, όπως δηλώνουν οι συγγραφείς, καθώς «οι θύτες μπορεί να έχουν κοινωνικές δεξιότητες, να είναι ικανοί χειριστές του κοινωνικού περιβάλλοντος και να παίρνουν ανταμοιβή από τον εκφοβισμό των πιο ευάλωτων συνομηλίκων τους» (Nicolaides et al., 2002:115).

Με την ποιοτική έρευνα που διεξήγαγαν οι Mishna, Scarcello, Pepler & Wiener (2005) σε ένα μικρό δείγμα, φαίνεται ότι διίστανται οι απόψεις των εκπαιδευτικών για τη σοβαρότητα των διάφορων μορφών σχολικού εκφοβισμού (κάποιοι θεωρούν τον σωματικό εκφοβισμό πιο σημαντικό και άλλοι το αντίθετο). Οι περισσότεροι, όμως, εκπαιδευτικοί τείνουν να παραλείπουν τον παράγοντα της επανάληψης, ο οποίος είναι αναπόσπαστο κομμάτι του προτύπου εκφοβιστικής συμπεριφοράς.

Στον Ελλαδικό χώρο, η έρευνα του Ασημόπουλου κ.ά. (2008) φανερώνει ότι οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν αποσαφηνίσει πλήρως τι εννοούμε με τον όρο σχολικός εκφοβισμός. Αυτό που συνήθως κάνουν οι εκπαιδευτικοί είναι να «προσδιορίζουν ένα περιορισμένο φάσμα συμπεριφορών οι οποίες συνδυάζονται με σωματική επιβολή και κακοποίηση» (Ασημόπουλος κ.ά., 2008:6). Περιστατικά που εμπεριέχουν σωματική βία και επιθέσεις τείνουν να θεωρούνται περισσότερο σοβαρά και να χρήζουν αντιμετώπισης, σε αντίθεση με περιστατικά που περιλαμβάνουν άλλες μορφές εκφοβισμού. 

Μία άλλη έρευνα -και μάλιστα διακρατική-  πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στην Ελλάδα, στην Αγγλία και στη Νορβηγία και διερευνούσε τις αντιλήψεις των φοιτητών/μελλοντικών εκπαιδευτικών από τρία Πανεπιστήμια (Εθνικό και Καποδιστριακό Αθηνών, York και  Stavanger), σχετικά με τον εκφοβισμό στα σχολεία. Οι φοιτητές και στα τρία Πανεπιστήμια διδάσκονται το μάθημα της Κοινωνικής Παιδαγωγικής. Ανάμεσα στα αποτελέσματα που προέκυψαν από αυτή την έρευνα ήταν ότι οι σημερινοί φοιτητές και από τις τρεις χώρες έχουν καλή αντίληψη των μορφών και των διαστάσεων του εκφοβισμού. Επιπροσθέτως, οι φοιτητές και από τις τρεις χώρες έχουν σε υψηλό βαθμό την πεποίθηση ότι το σημερινό σχολείο μπορεί και πρέπει να αναλάβει έναν σημαντικό κοινωνικοπαιδαγωγικό ρόλο για την αντιμετώπιση, αλλά κυρίως για την πρόληψη του εκφοβισμού, αναπτύσσοντας οργανωμένα κοινωνικοπαιδαγωγικά προγράμματα, εμπλέκοντας σε αυτά όλους τους σχετιζόμενους με το πρόβλημα (μαθητές, όλους τους εργαζόμενους στο σχολείο, τους γονείς), δημιουργώντας ένα θετικό σχολικό κλίμα, αναγνωρίζοντας και αντιμετωπίζοντας την ανάγκη τόσο των θυμάτων για κατανόηση και υποστήριξη όσο και των θυτών για βοήθεια και καθοδήγηση από έναν έμπιστο ενήλικο και ενεργοποιώντας αποτελεσματικά τους παρατηρητές του φαινομένου (Kyriakou et al., 2014).

Άσκηση 5 / Κεφάλαιο 3 


Η έρευνα του Ασημόπουλου κ.ά. (2008) ήταν ποιοτική και πραγματοποιήθηκε με συνεντεύξεις με τους συμμετέχοντες εκπαιδευτικούς. Στη συνέχεια παρατίθενται ορισμένα αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις, που εκφράζουν κάποιες απόψεις των εκπαιδευτικών:

 1ο απόσπασμα 
«Θεωρώ ότι στο δημοτικό δεν έχουμε τέτοια φαινόμενα εκφοβισμού, ...ίσως στα παιδιά του γυμνασίου μπορεί να υπάρχουν και κάποια στο δημοτικό, αλλά και πάλι σε πολύ μικρό ποσοστό». 


2ο απόσπασμα 
«Ακραία περιστατικά είναι σπάνια, αλλά το να ρίξει μια κλοτσιά και να επιβάλλεται με αυθάδεια, με λόγια και χειροδικία μικρού βαθμού είναι το πιο συνηθισμένο. Είναι άλλο αυτό. Είναι μέρος του παιχνιδιού αυτό στην ομάδα που λειτουργεί σε έναν χώρο μεταξύ μαθητών, να κάνουν τον αρχηγό ή να περάσει το δικό τους». 

3ο απόσπασμα
 «Συμβαίνουν διάφορα που δεν έχουν επικίνδυνα αποτελέσματα Το θέμα είναι να μην είναι επικίνδυνο για τη σωματική ακεραιότητα. Γενικότερα, έχουμε ευθύνη για τη σωματική ακεραιότητα, δηλαδή ένας γονιός θα ρωτήσει αν χτύπησε, γιατί και πού. Τυπικά ο γονιός θα ζητήσει ευθύνες γι' αυτό που φαίνεται». 
Ποιες απόψεις εκφράζουν; 
Μπορείτε να συγκρίνετε τις απόψεις αυτές με τα αποτελέσματα των ποσοτικών ερευνών που αναφέραμε στην αρχή; Υπάρχουν κοινά σημεία; Υπάρχουν αποκλίσεις; 

Συζητήστε με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας σας μέσω του αντίστοιχου θέματος στην Oμάδα συζητήσεων για δραστηριότητες.