Κοινωνικοψυχολογικές επιπτώσεις της σχολικής βίας και του εκφοβισμού στα θύματα, στο σχολείο και στην κοινωνία

6. 5.1.3 Κοινωνικοψυχολογικές επιπτώσεις στους παρατηρητές

5.1.3 Κοινωνικοψυχολογικές επιπτώσεις στους παρατηρητές

Οι παρατηρητές, φαίνεται πως κι αυτοί επιβαρύνονται σε σημαντικό βαθμό, παρόλο που τις περισσότερες φορές μένουν αμέτοχοι στα διάφορα περιστατικά εκφοβισμού, αφού η παρατήρηση βίαιων και εκφοβιστικών πράξεων προκαλεί την εξοικείωσή τους με καταστάσεις που προκαλούν πόνο, είτε σωματικό είτε ψυχικό. Μέσα από την παρατήρηση των πράξεων αυτών, μαθαίνουν να πιστεύουν ότι το δίκαιο είναι του δυνατού, ενώ παράλληλα μαθαίνουν και να φοβούνται τον δυνατό (Κυριακίδη, 2013). Επίσης, από τη στιγμή που δεν είναι ικανοί να δράσουν αποτελεσματικά τη κρίσιμη στιγμή, είναι πολύ πιθανό να αναπτύξουν αισθήματα ενοχής και ανικανότητας εξαιτίας της δυσκολίας τους να παρέμβουν σε περιστατικά εκφοβισμού στα οποία υπήρξαν μάρτυρες. Παράλληλα, βιώνουν συναισθήματα φόβου στην ιδέα της συναναστροφής τους με τα θύματα, διότι θεωρούν ότι μπορεί να θυματοποιηθούν και οι ίδιοι (Rivers et al, 2009).


Μελέτη περίπτωσης  

Μαρτυρία μαθητή

«Ο καλύτερός μου φίλος, μου είπε ότι κάποια παιδιά τον παρενοχλούσαν στο σχολείο. Επειδή ήθελα να τον βοηθήσω, αποφάσισα να πάω να τους μιλήσω, αλλά μετά από αυτή μου την πράξη άρχισαν να κάνουν το ίδιο και σε μένα. Τώρα είμαστε και οι δύο θύματα εκφοβισμού, μας κοροϊδεύουν, μας πετούν διάφορα αντικείμενα και απειλούν ότι θα μας δείρουν. Αποφασίσαμε και οι δυο να κρατήσουμε τα στόματα μας κλειστά, επειδή φοβόμαστε ότι τα πράγματα μπορεί να χειροτερέψουν». ΠΗΓΗ: www.0-18.gr/downloads/BULLYING.ppt


Επιπλέον, εκτός του γεγονότος ότι είναι πολύ πιθανό να αποσπαστεί η προσοχή των παρατηρητών από τη γενικότερη μαθησιακή διαδικασία, είναι πολύ πιθανό να χαρακτηριστούν από τους συμμαθητές τους ως καταδότες («καρφιά») (Alcaraz et. al., 2010). Τέλος, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι αρνητικές επιπτώσεις στους παρατηρητές έχουν διαπιστωθεί, ανεξάρτητα αν και οι ίδιοι έχουν πέσει θύματα στο παρελθόν. (Rivers, Poteat, Noret & Ashurst, 2009).