Κεφάλαιο 10 - Η σχολική διαμεσολάβηση : εκπαιδεύοντας τους μαθητές στη διαχείριση του σχολικού εκφοβισμού
11. 10.2.7 Η διαδικασία της διαμεσολάβησης
Αρχικά να τονίσουμε το τρίπτυχο που πρέπει να ισχύει προκειμένου η διαμεσολάβηση να είναι επιτυχής:
1ον: Οι διαφωνούντες είναι ίσης ή περίπου ίσης δύναμης
2ον: Οι διαφωνούντες είναι πρόθυμοι να εμπλακούν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης
3ον : Η διαδικασία είναι εθελοντική και όχι υποχρεωτική
Η κατάλληλη φυσική παρουσία είναι σημαντική για να διευκολυνθεί η επικοινωνία. Πρέπει να δοθεί σημασία στην ισότητα και τη θέση, έτσι ώστε κανένα μέλος να μη βρίσκεται σε ακουστική, οπτική, φυσική ή ψυχολογική μειονεκτική θέση (Schrumpf, Crawford & Bodine, 1997). Κατά τη διαδικασία της διαμεσολάβησης οι συμμετέχοντες – διαφωνούντες θα πρέπει να δείχνουν διάθεση να λυθεί η παρεξήγηση, ακούγοντας προσεκτικά τη θέση και τα συναισθήματα της άλλης πλευράς. Ο διαμεσολαβητής οφείλει να ενθαρρύνει διακριτικά τη διαδικασία χωρίς να παίρνει θέση.
Μια ενδεικτική διαδικασία διαμεσολάβησης μπορεί να περιγραφεί ως εξής:
Η πρώτη συνάντηση: Μέσα στην τάξη υπάρχει το κουτί της διαμεσολάβησης, στο οποίο οι μαθητές τοποθετούν το αίτημά τους, σε περίπτωση που έχει ανακύψει κάποιο ζήτημα και θέλουν να λυθεί με ειρηνικό τρόπο. Ο διαμεσολαβητής, αφού διαβάσει το αίτημα, κάνει μια πρώτη επαφή ξεχωριστά με την κάθε πλευρά προκειμένου να πάρει κάποιες πρώτες πληροφορίες, αλλά και να ενημερώσει για τους κανόνες της διαδικασίας, τονίζοντας πως τηρείται η εχεμύθεια. Εάν και οι δύο πλευρές είναι σύμφωνες ορίζεται ώρα και μέρα συνάντησης.
Σε περίπτωση που συμβεί κάποιο περιστατικό μπροστά στον διαμεσολαβητή, τότε ο διαμεσολαβητής προσπαθεί από μόνος του, χρησιμοποιώντας ουδέτερο λεξιλόγιο, να αποφορτίσει το κλίμα, ενημερώνοντας τους μαθητές για τη δυνατότητα ειρηνικής επίλυσης του θέματος, στην ειδική αίθουσα που υπάρχει στο σχολείο, ορίζοντας ώρα και μέρα συνάντησης.
Η επίσημη συνάντηση:
Έναρξη της συνεδρίας: Γνωριμία των συμμετεχόντων
Παρουσίαση του ρόλου της διαμεσολάβησης της διαδικασίας και των αρχών της: Ο διαμεσολαβητής εξηγεί ξανά τη διαδικασία και τον ρόλο του. Παρουσιάζει τους κανόνες που πρέπει να τηρηθούν κατά τη διαμεσολάβηση και εξασφαλίζει τη δέσμευση των δύο πλευρών σχετικά με την εμπιστευτικότητα και την ειλικρίνεια, δηλαδή ότι θα πουν την αλήθεια.
Ανάπτυξη αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης μεταξύ των πλευρών, αλλά και προς τη διαδικασία: Οι συμμετέχοντες συμφωνούν με τους κανόνες και δεσμεύονται να τους ακολουθήσουν. Σταδιακά η εμπιστοσύνη καλλιεργείται μεταξύ τους.
Συγκέντρωση πληροφοριών: Οι δύο πλευρές συμφωνούν στον καθορισμό του προβλήματος και ο διαμεσολαβητής επαναλαμβάνει ευσύνοπτα το σημείο στο οποίο και οι δύο πλευρές εντοπίζουν το πρόβλημα.
Έκφραση στόχων των πλευρών: Η κάθε πλευρά εκφράζει τα στοιχεία που θεωρεί ότι είναι σημαντικά και αφορούν στο συγκεκριμένο πρόβλημα.
Έκφραση συναισθημάτων: Οι διαφωνούντες εκφράζουν τα συναισθήματά τους τόσο απέναντι στο πρόβλημα όσο και απέναντι στην άλλη πλευρά.
Επικέντρωση σε «κοινό» έδαφος: Ο διαμεσολαβητής βοηθάει τις δύο πλευρές να επικεντρωθούν στα σημεία στα οποία ταυτίζονται, στη βάση των οποίων μπορούν να διαπραγματευτούν.
Εύρεση πιθανών λύσεων: Οι διαφωνούντες προτείνουν λύσεις, για να λυθεί η διαφωνία τους.
Αξιολόγηση προτεινόμενων λύσεων και επιλογή τελικής συμφωνίας: Αξιολογούν θετικά ή αρνητικά την κάθε προτεινόμενη λύση και επιλέγουν εκείνη που τους εξυπηρετεί σε ικανοποιητικό βαθμό αμφότερους. Μαζί με τη λύση επιλέγεται και μία καλή εναλλακτική της με σκοπό να καταλάβουν οι διαφωνούντες ότι στις διαφωνίες δεν υπάρχουν μονόδρομοι.
Σύνταξη γραπτής συμφωνίας και κλείσιμο: Οι διαφωνούντες συμφωνούν και γραπτώς στη λύση που επέλεξαν και δεσμεύονται να την τηρήσουν. Παράλληλα, είναι δυνατό να συμφωνήσουν σε μια μελλοντική συνάντηση ανατροφοδότησης. Ο διαμεσολαβητής τους συγχαίρει για τη συνεργασία και ορίζει το τέλος της συνάντησης (Αρτινοπούλου, 2010).
Ορισμός μελλοντικής συνάντησης: Η ομάδα της διαμεσολάβησης συμφωνεί σε μελλοντική συνάντηση ανατροφοδότησης και διερεύνησης, για να συζητηθεί αν και πώς επαναλήφθηκε κάποιο περιστατικό βίας ανάμεσά τους ή με άλλες/άλλους.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης ο διαμεσολαβητής ακολουθεί μία καθορισμένη διαδικασία, την οποία προσαρμόζει, ώστε να εναρμονίζεται στην εκάστοτε περίσταση, αποφασίζοντας πώς να κατανείμει το χρόνο σε κάθε άτομο ή σε κάποιο θέμα και καθορίζοντας ποια ερωτήματα θα θέσει, για να συγκεντρώσει και να χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες. Αυτές οι αποφάσεις, στο πλαίσιο της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, κατευθύνουν την πορεία της (Schrumpf, Crawford & Bodine,1997).
Προαιρετικά, μέσω του αντίστοιχου θέματος στην Ομάδα συζητήσεων για δραστηριότητες
και παρακολουθήστε μια προσομοίωση διαμεσολάβησης σε ένα σχολείο του εξωτερικού.
Ποιες σκέψεις και συναισθήματα γεννιούνται κατά την παρακολούθησή του;
Συνεργαστείτε με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας σας, μέσω του αντίστοιχου θέματος στην Ομάδα συζητήσεων για δραστηριότητες, προκειμένου να καταγράψετε τα στοιχεία της θεωρίας που θεωρείτε ότι υπάρχουν στο απόσπασμα.