2.1.1 Ορισμός και οριοθέτηση της έννοιας της επιθετικότητας

2.1.1 Ορισμός και οριοθέτηση της έννοιας της επιθετικότητας

Σίγουρα δεν είναι δυνατόν να οριστεί η επιθετικότητα και οι παράγοντες που συντελούν στην εκδήλωσή της με μια απλή ερμηνεία, ενώ εμπλέκονται διαφορετικά επιστημονικά πεδία στη διερεύνησή της (Κοινωνική και Κλινική Ψυχολογία, Κοινωνιολογία της γενετικής και της βιολογίας, Παιδαγωγική Ψυχολογία). Ανάλογα με τη θεωρητική προσέγγιση, ο ορισμός, η φύση, αλλά και οι συντελεστικοί της παράγοντες έχουν διατυπωθεί με διαφορετικές και συχνά αντιφατικές απόψεις, ενώ δεν υπάρχει κάποιος προσδιορισμός που να μην προκαλεί επιφυλάξεις ως προς την πληρότητά του (Parke & Slaby, 1983• Hogg & Vaughan, 2010). Επιπλέον, ο όρος επιθετικότητα διακρίνεται από γενικότητα και αοριστία, γεγονός που δυσκολεύει τη διατύπωση ενός συγκεκριμένου ορισμού και πλαισίου καθορισμού της (Ταρατόρη & Χατζηδήμου, 1997), εφόσον είναι άμεσα εξαρτώμενη από διάφορους παράγοντες, όπως τον πολιτισμό, την κουλτούρα, τις προσωπικές στάσεις και ιδεολογίες και τη διαφοροποιημένη οπτική εξέτασης του περιστατικού εκδήλωσης επιθετικότητας, αναλογικά με τη «θέση» (κοινωνική θέση, ρόλος στην ομάδα κ.λπ.) του δράστη, του θύματος ή του παρατηρητή (Ζάχαρης, 2003• Παπαδοπούλου & Μαρκουλής, 1986). Παράλληλα, αναφορικά με την πολιτιστική διάσταση του φαινομένου, ο χαρακτηρισμός μιας συμπεριφοράς ως επιθετικής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την άποψη και κρίση του παρατηρητή, η οποία είναι άμεσα εξαρτώμενη από τον πολιτισμό από τον οποίο προέρχεται, το φύλο του, το μορφωτικό του επίπεδο, τα βιώματά του, αλλά και από παράγοντες, όπως οι συνθήκες μέσα στις οποίες διαπράχθηκε η επιθετική συμπεριφορά, οι ζημιογόνες επιπτώσεις για τον αποδέκτη, αλλά και η κοινωνική θέση ή ο ρόλος στην ομάδα που κατέχει τόσο ο θύτης όσο και το θύμα (Καλατζή-Αζίζη & Ζαφειροπούλου, 2004• Ζάχαρης, 2003). Τέλος, στη δυσκολία αποτύπωσης ενός ορισμού συμβάλλει και η διαφορετική εννοιολογική αποσαφήνισή του σε διάφορα κράτη και γλώσσες (Schott, 1972, στο Κιτσάκη, 2010• Αντωνίου, 2004∙ Αντωνίου & Κουτσούκου, 2011∙ Αντωνίου, Ντόφη & Παππά, 2013).


Ως ευρύτερη κατηγοριοποίηση των θεωριών για την προέλευση της επιθετικότητας θα μπορούσε να καταγραφεί η εξής:

  1. Η επιθετικότητα ως ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης (θεωρίες ψυχανάλυσης και εθολογίας). Η επιθετικότητα γίνεται αντιληπτή ως εγγενές χαρακτηριστικό του ατόμου, το οποίο είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ανθρώπινη σεξουαλικότητα. Η επιθετικότητα ως βιολογικός παράγοντας πηγάζει από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της επιβίωσης και εκδηλώνεται ως αντίδραση, όταν απειλείται η ασφάλεια του ατόμου.
  2. Η επιθετικότητα ως αποτέλεσμα κοινωνικών παρεμβάσεων (θεωρία της κοινωνικής μάθησης). Σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης, οι κοινωνικοί παράγοντες και τα πρότυπα του κοινωνικού περίγυρου ευθύνονται για την εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς των ατόμων (Bandura, 1973 στο Ζάχαρης, 2003).


Βάσει άλλων μελετητών η επιθετικότητα μπορεί να διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες (Hunt, 1993• Bushman &  Anderson, 2001• Walker, 2010• Del Vecchio, 2011): α) την παρορμητική, η οποία είναι αψιθυμικής μορφής, δεν εμπεριέχει το στοιχείο της σκοπιμότητας και δεν έχει συχνότητα β) τη συντελεστική, η οποία αναφέρεται σε επιθετικές πράξεις, που όμως δεν αποσκοπούν στην ολοκλήρωση επιθετικών στόχων, αλλά αποσκοπούν στην απόκτηση ή διατήρηση κάποιου αντικειμένου ή στην εξασφάλιση κάποιου δικαιώματος π.χ. όταν ένα μικρό παιδί χτυπά κάποιο άλλο προκειμένου να διεκδικήσει ένα παιχνίδι ή  η επιβολή τιμωρίας στα παιδιά από τους γονείς ως μέσο, προκειμένου να επιτύχουν κάποιους παιδαγωγικούς στόχους και γ) την εχθρική επιθετικότητα, η οποία εμπεριέχει την εσκεμμένη πρόθεση του ατόμου να βλάψει κάποιο άλλο άτομο. 

Είναι, όμως, γενικά αποδεκτή η παραδοχή ότι η επιθετικότητα αποτελεί μια δίσημη έννοια (Χηνάς & Χρυσαφίδης, 2000), η οποία διαφοροποιείται, από τη μία μεριά σε επιθετικότητα ως «ενόρμηση» ή «λειτουργική επιθετικότητα», που στοχεύει σε ενέργειες διεκδίκησης και εμπεριέχει την έννοια του δυναμισμού, προκειμένου το άτομο να ικανοποιήσει τις ανάγκες του και από την άλλη σε «εχθρική επιθετικότητα» ή «βίαιη συμπεριφορά», εμπεριέχοντας την πρόθεση ενός ατόμου να βλάψει ή να «ακυρώσει» τις προσπάθειες και τα θέλω κάποιου άλλου ατόμου (Κοντοπούλου, 2007• Χηνάς & Χρυσαφίδης, 2000• Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, κ.ά., 1999).  Η πρώτη διερευνά την επιθετικότητα ως ένα στοιχείο της φύσης του ανθρώπου που εκφράζεται με τρόπο άμεσο και τις περισσότερες φορές ασυνείδητα, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στο είδος των αντιδράσεων και στην αντικειμενική εκτίμηση των παρατηρητών.

Αναφορικά με τη θεώρηση της επιθετικότητα ως «ενόρμηση», αυτή γίνεται αντιληπτή ως μία φυσιολογική ιδιότητα του ατόμου, η οποία χαρακτηρίζει όλα τα ζωικά είδη και εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, την πολιτισμική προέλευση και πλαίσιο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Herbert (1998 στο Παπαηλιού κ.ά., 2006), ο όρος επιθετικότητα, περιλαμβάνει όλες εκείνες τις μορφές της, τις οποίες εκδηλώνει το άτομο στην αγωνιστική προσπάθειά του να διεκδικήσει και όλες τις ενέργειες που αποσκοπούν στην άσκηση ελέγχου επάνω στο περιβάλλον. Από την τοποθέτησή αυτή υποδηλώνεται ότι η επιθετικότητα δεν ενέχει μόνο αρνητικά στοιχεία, αλλά και θετικά, ενώ η συμπερίληψη της έννοιας της διεκδίκησης (π.χ. αντικειμένου, χώρου, προνομίου κ.λπ.) αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για την ίδια την επιβίωση του ατόμου (Χηνάς & Χρυσαφίδης, 2000• Παπαηλιού, κ.ά., 2006• Κοντοπούλου, 2007). Ως έκφανση, δε, της διεκδίκησης αποτελεί και η επίδειξη πρωτοβουλίας και υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ ατόμων.


Στο παρόν κεφάλαιο θα ασχοληθούμε με τη δεύτερη διάσταση της επιθετικότητας ως βίαιης συμπεριφοράς ή «εχθρικής επιθετικότητας», όπου ο δράστης έχει την πρόθεση να βλάψει σε επίπεδο φυσικό ή ψυχολογικό άλλα άτομα. Βάσει αυτής της εννοιολογικής προσέγγισης του φαινομένου της επιθετικότητας, με τον συγκεκριμένο όρο αναφερόμαστε γενικά σε μορφές συμπεριφοράς, οι οποίες προκαλούν ζημιές, τραυματισμούς ή οποιεσδήποτε δυσάρεστες καταστάσεις και βιώματα ή μείωση της ευεξίας άλλων ατόμων του περιβάλλοντος (Ζάχαρης, 2003). Ως οριοθέτηση του φαινομένου, αποσκοπώντας στην σωστή απόδοση της ζημιογόνου και βλαπτικής κατάστασης που επιφέρει σε άλλα άτομα η εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς, ορίζονται ως κριτήρια:η ένταση-συνέπειες, η διάρκεια και η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται (Πασχάλης, 1997; Παπαδοπούλου & Μαρκούλης, 1986), αλλά και ησκοπιμότητα του δράστη (Γεώργας, 1990· Parke και Slaby, 1983). Η έννοια της πρόθεσης αποτελεί βασική συνιστώσα για τους ερευνητές, εφόσον είναι δυνατόν να προκληθεί τραυματισμός ενός ατόμου από άλλο άτομο χωρίς να είναι σκόπιμη, όπως για παράδειγμα στη διάρκεια ενός παιχνιδιού. Αναγνωρίζεται, πάντως, ότι η επιθετική και αντιδραστική συμπεριφορά αποτελεί το 1/3 των προβλημάτων που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ψυχολόγοι σε παιδιά στην ηλικία της εφηβείας (Ollendick & Hersen, 1983 στο Τριλίβα, 1997).


Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε, λοιπόν, να γενικεύσουμε ότι η επιθετικότητα αποτελεί ένα φυσιολογικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου και κατά συνέπεια είναι αναμενόμενο όλα τα παιδιά κατά την ωρίμανσή τους να εμφανίζουν κάποια μορφή επιθετικής συμπεριφοράς, εφόσον αυτό εμπεριέχεται στη διαδικασία της κοινωνικοποίησής τους. Παρόλα αυτά μπορούν να οριστούν κάποια κριτήρια βάσει των οποίων να θεωρείται η επιθετικότητα εχθρική, αντικοινωνική και δυσλειτουργική. Συνοπτικά αναφέρονται τα εξής κριτήρια (Καλαντζή–Αζίζι, Ζαφειροπούλου, 2004• Parke & Slaby,1983):

  • η συχνότητα
  • η ένταση
  • η διάρκεια του φαινομένου
  • ο βαθμός πρόθεσης
  • ο βαθμός επίδειξης αυτοελέγχου


Κατά την ωρίμανση του παιδιού αναμένεται η συχνότητα και η ένταση της επιθετικής συμπεριφοράς να μειώνονται σημαντικά και αντίστροφα να αυξάνεται η ικανότητα ενσυναίσθησης και κοινωνικής υπευθυνότητας του ατόμου, με την προϋπόθεση βέβαια ότι τα παιδιά διαβιούν σε ένα υποστηρικτικό και φιλικά κείμενο προς αυτά περιβάλλον.


Αναφορικά με την έκταση και ένταση του σχολικού εκφοβισμού, βάσει ερευνών γενικά έχουν παρατηρηθεί τα εξής (Hasan, Drolet, & Paquin, 2003• Craig, et al., 2009 • Currie, et al., 2012 • Κοκκέβη, κ.ά, 2012• Καραβόλτσου, 2013):

  1. Ο εκφοβισμός σταθερά μειώνεται μεταξύ των ηλικιών 12 και 18
  2. Το φαινόμενο φτάνει στην κορύφωσή του στα δύο πρώτα χρόνια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
  3. Σταδιακά μειώνεται η σωματική βία και αυξάνεται η λεκτική και η ψυχολογική
  4. Το ποσοστό του εκφοβισμού, με την πάροδο των χρόνων τείνει να μειώνεται, αλλά όταν εμμένει είναι πιθανόν να μεγαλώνει σε ένταση.




Σύμφωνα με την Καραβόλτσου (2013), ακόμα και όταν ο αριθμός των θυτών παραμένει σταθερός, ο αριθμός των θυμάτων μειώνεται, καθώς με τη σωματική και συναισθηματική τους ανάπτυξη, τα παιδιά-θύματα ενδέχεται να ενταχθούν στις ομάδες συνομηλίκων. Το ίδιο ενδέχεται να συμβεί και με τους υποστηρικτές των θυτών, αλλά και τους παθητικούς θεατές, οι οποίοι κι αυτοί με την επερχόμενη συναισθηματική τους ανάπτυξη θα αποσύρουν τη στήριξή τους στους θύτες ή θα αναλάβουν πιο ενεργή στάση, θετικά κείμενη προς τους θύτες, έχοντας διαμορφώσει, πλέον, το δικό τους αξιακό σύστημα. Μάλιστα, κατά την υιοθέτηση από το άτομο της δικής του αξιακής κουλτούρας οι τυχόν συγκρούσεις ενδέχεται να προκύπτουν, κυρίως, από τις διαφορετικές αξίες που υποστηρίζουν δύο πλευρές (διαφορές ως προς τις αξίες μεταξύ ατόμων ή ομάδων).