Κεφάλαιο 2 - Θεωρητικό υπόβαθρο της επιθετικότητας: Κοινωνιολογική θεώρηση του φαινομένου και ερμηνευτικές προσεγγίσεις
Θεωρητικό υπόβαθρο της επιθετικότητας: Κοινωνιολογική θεώρηση του φαινομένου και ερμηνευτικές προσεγγίσεις
Σκοπός
Ο προσδιορισμός των αιτιών που ευθύνονται για την εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς εκ μέρους των παιδιών αποτελεί αντικείμενο έντονης συζήτησης πολλών επιστημονικών πεδίων. Σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι να εξετάσει ορισμένα θεμελιακά εννοιολογικά και θεωρητικά ζητήματα που αφορούν στην επιθετικότητα, κυρίως των εφήβων, προκειμένου τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν βασικά αίτια και παράγοντες ενίσχυσής της. Επιπλέον, παρατίθενται βασικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις αναφορικά με την εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς των νέων.
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη του κεφαλαίου αυτού, θα είστε σε θέση να:
- Αναγνωρίζετε και διακρίνετε τις μορφές επιθετικότητας
- Εντοπίζετε και αξιολογείτε τους παράγοντες που συντελούν στην εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς κατά την εφηβεία
- Αναγνωρίζετε τον συσχετισμό κοινωνικών παραγόντων με την εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς, βάσει των κοινωνικών θεωριών
- Κατανοείτε και αναγνωρίζετε προβληματικές καταστάσεις και δυσλειτουργίες σε επίπεδο οικογένειας, σχολείου και ευρύτερης κοινωνίας ως συντελεστές ενίσχυσης της επιθετικής συμπεριφοράς.
Έννοιες Κλειδιά
- Eπιθετικότητα
- Μορφές επιθετικότητας
- Εφηβεία και επιθετικότητα
- Κοινωνιολογικές θεωρίες
- Ερμηνευτικές προσεγγίσεις
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
Tο κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνει δύο ενότητες. Στην πρώτη επιχειρείται η παράθεση διαφόρων ερμηνειών αναφορικά με τον ορισμό της επιθετικότητας και τη διάκρισή της α) σε αναπόσπαστο στοιχείο του ανθρώπου και β) σε εχθρική και βίαιη επιθετικότητα. Επιπλέον, παρουσιάζονται οι διάφορες διεργασίες κοινωνικοποίησης και ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης του ατόμου που συντελούνται κατά την περίοδο της εφηβείας, καθώς και βασικές κοινωνιολογικές θεωρίες, οι οποίες εξηγούν τη συσχέτιση του κοινωνικού περιβάλλοντος με την εκδήλωση της επιθετικότητας. Στη δεύτερη ενότητα εξετάζεται η εμφάνιση του φαινομένου μέσα από τις πολύπλευρες διαστάσεις του, αλλά και τα αίτια που οδηγούν στην εκδήλωσή του, εστιάζοντας κυρίως σε οικογενειακούς και σχολικούς παράγοντες, καθώς και παράγοντες που προέρχονται από το ευρύτερο κοινωνικό-οικονομικό και πολιτισμικό περιβάλλον.
2.2.1 Οικογένεια
2.2.1 Οικογένεια
Η οικογένεια ως πρωτογενής ομάδα αποτελεί τον κατεξοχήν και πρώτιστο κοινωνικοποιητικό παράγοντα που επιδρά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου και λειτουργεί ως πρωτεύον πλαίσιο για τη μίμηση συμπεριφορών. Στο πλαίσιο της οικογένειας και μέσα από τη διαρκή σχέση αλληλεπίδρασης του παιδιού με τα άτομα που συγκροτούν το οικογενειακό του περιβάλλον, το νεαρό άτομο θα αποκτήσει τις πρώτες παραστάσεις και μια πρώτη αντίληψη σχετικά με κοινωνικά αποδεκτές και μη αποδεκτές συμπεριφορές. Οι γονείς σε ρόλο του «προσώπου κύρους» τείνουν να αποτελούν τα αρχικά πρότυπα συμπεριφοράς, τα οποία, λόγω του νεαρού της ηλικίας των ατόμων, αλλά και του σημαίνοντος ρόλου των γονέων, θα εσωτερικεύει το παιδί και θα επηρεάσουν σημαντικά τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, αλλά και τις σχέσεις του και τη συμπεριφορά του με άλλα άτομα. Από τη μεριά τους οι γονείς, έχοντας επίγνωση του ρόλου τους στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους, καταβάλλουν μεθοδευμένες προσπάθειες να περιχαράξουν τις επιτρεπτές και αποδεκτές συμπεριφορές με τη χορήγηση τιμωριών ή ανταμοιβών (Crosnoe & Cooper, 2010). Σήμερα, μέθοδοι όπως αυτές των τιμωριών και των ανταμοιβών είτε ασκούνται στο οικογενειακό είτε στο σχολικό περιβάλλον θεωρούνται επιβλαβείς για τη συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού και έχουν αντικατασταθεί (προ πολλών ετών) από άλλες οι οποίες, μέσα σε ένα παιδαγωγικό πλαίσιο και με συγκεκριμένες στρατηγικές, επιδιώκουν την υγιή θέσπιση και τήρηση ορίων και κανόνων (Μυλωνάκου-Κεκέ, 2009). Ωστόσο, μέσα στην οικογένεια συντελούνται και μη μεθοδευμένοι και συνειδητοί μηχανισμοί που δρουν καταλυτικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού, όπως το επάγγελμα των γονιών, η οικονομική κατάσταση και η κοινωνική θέση της οικογένειας, προσδοκίες των γονιών για το μέλλον των παιδιών τους κ.λπ. (Νόβα-Καλτσούνη, 1995).
Από ερευνητικές μελέτες διαπιστώνεται η στενή σχέση μεταξύ της γονικής συμπεριφοράς και της θυματοποίησης του παιδιού από συνομηλίκους του ή της εκδήλωσης επιθετικής συμπεριφοράς του παιδιού (Dishion, French, & Patterson, 1995• Cowie, 2000• Shields & Cicchetti, 2001• Stevens et al., 2002• Connolly & O’ Moore, 2003• Lereya, Samara & Wolke, 2013). Είναι εμφανές από τα ερευνητικά πορίσματα ότι τα παιδιά που εκφοβίζουν αλλά και αυτά που εκφοβίζονται είναι πολύ πιθανόν να εκτίθενται σε αρνητική γονική συμπεριφορά. Μάλιστα, στην έρευνα των Holt, Kaufman και Finkelhor (2008) διαπιστώθηκε διάκριση της αρνητικής γονικής συμπεριφοράς σε σχέση με τα θύματα και τους θύτες. Βάσει της συγκεκριμένης έρευνας τα παιδιά που εκφοβίζονται είναι περισσότερο πιθανόν στο οικογενειακό τους περιβάλλον να αντιμετωπίζουν υψηλά επίπεδα κριτικής, κακοποίηση και ελαστικότητα σε κανόνες ενώ τα παιδιά που εκφοβίζουν αντιμετωπίζουν κυρίως έλλειψη επιτήρησης, κακοποίηση και εκτίθενται σε καταστάσεις ενδοοικογενειακής βίας.
Κατά συνέπεια, λοιπόν, προκύπτει ότι σε ένα οικογενειακό περιβάλλον όπου οι γονείς δεν επιδεικνύουν τις αρμόζουσες συμπεριφορές και δεν προβάλλεται ο σεβασμός προς τον άλλο ή που επιδεικνύουν και οι ίδιοι επιθετική και αντικοινωνική συμπεριφορά είναι πολύ πιθανό το παιδί να ενστερνιστεί και να υιοθετήσει τη δική τους «αντικοινωνική» στάση, την οποία θα διατηρεί και στο σχολικό περιβάλλον, αλλά και στην κοινωνία ως ενήλικας αργότερα (Cowie, 2000• Tremblay, 2000• Eysenck, 2013). Κατά τον Αριστοτέλη η αρετή πηγάζει από μια εγγενή ικανότητα να πράττουμε το σωστό, η εκδήλωση της οποίας χρειάζεται καθοδήγηση και άσκηση. Είναι αυτονόητο δε ότι το βίωμα μιας ισορροπημένης παιδικής ηλικίας θα επιδράσει θετικά στο παιδί το οποίο θα επιδιώξει και στο μέλλον να δημιουργήσει τις ίδιες συνθήκες στη ζωή του, ενώ αντίθετα, έχοντας βιώσει βίαιες συμπεριφορές στο οικογενειακό του περιβάλλον, θα κουβαλάει μαζί του μια βεβαρημένη κληρονομιά.
Σύμφωνα με τον Duncan (2004), η θυματοποίηση του παιδιού συνδέεται και με τη στάση και το ρόλο της μητέρας αναφορικά με την ανάπτυξη της αυτονομίας του αγοριού και το «δέσιμο» (connectedness) που θα αναπτύξει με το κορίτσι. Αγόρια με υπερπροστατευτικές μητέρες είναι πολύ πιθανόν να γίνουν θύματα εκφοβισμού λόγω της ελλιπής καλλιέργειας δεξιοτήτων επίλυσης συγκρούσεων ενώ τα κορίτσια, τα οποία αντιμετωπίζουν συναισθηματική κακοποίηση και εχθρική συμπεριφορά από τις μητέρες τους είναι πιθανόν να θυματοποιηθούν λόγω συναισθηματικής ανασφάλειας και έλλειψης επικοινωνιακών δεξιοτήτων. Χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς των μανάδων που έχουν ερευνητικά διαπιστωθεί να συνδέονται με τη θυματοποίηση του παιδιού είναι η εκδήλωση υπερπροστατευτικής συμπεριφοράς, η επιβολή εξουσίας και γενικά η έλλειψη των κατάλληλων προσδοκιών αναφορικά με την ανάπτυξη του παιδιού (Flouri & Buchanan, 2003• Georgiou, 2008• Bowes et al., 2010).
Οι σχέσεις μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον είναι αμφίδρομες πάντα και επηρεάζονται και από εξωγενείς παράγοντες, όπως τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες (Farrington, 2000). Αν και πρόκειται για ενδεικτικούς και όχι καθοριστικούς παράγοντες, αναφέρουμε, για παράδειγμα, το φτωχό οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο των γονιών, την ανεργία, τα ωράρια εργασίας των γονιών, τις αυξανόμενες οικονομικές απαιτήσεις, τον τόπο διαμονής (αστικό κέντρο, επαρχία) κ.λπ.
Προκειμένου να αποκτήσουμε μια σφαιρική εικόνα για τη συσχέτιση της οικογένειας με την επιθετική συμπεριφορά των παιδιών, θα πρέπει να αναφερθούμε στις σχέσεις τόσο μεταξύ γονέων και παιδιών αλλά και μεταξύ συζύγων (Αντωνίου, 2006).
Σχέσεις μεταξύ γονιών και παιδιών
Η γονική συμπεριφορά είτε άμεση ή έμμεση απέναντι στο παιδί παίζει καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση των προσωπικών αξιών, στάσεων και συμπεριφορών που θα υιοθετήσει το παιδί. Βασικές από τις γονικές ενέργειες που φέρουν αρνητικές συνέπειες στην κοινωνικοποίηση του παιδιού είναι οι εξής:
- Αυταρχισμός, επιβολή αυστηρών τιμωριών
- Χρήση βίας για την επίλυση προβλημάτων
- Χαμηλές προσδοκίες για το μέλλον του παιδιού και απόρριψη
- Ανεκτικότητα των γονέων στη βίαιη συμπεριφορά των παιδιών
- Επίρριψη άδικων ευθυνών
- Έλλειψη θέσπισης ορίων για τα παιδιά
- Έλλειψη χρόνου, αλλά και διάθεσης για ουσιαστική επικοινωνία και συμμετοχή στα προβλήματα των παιδιών
- Χρήση ειρωνείας και προσβολών αντί διαλόγου
- Συναισθηματική παραμέληση
- Έλλειψη παροχής ασφάλειας
- Απρόβλεπτη συμπεριφορά των γονιών μεταξύ υπερβολικής αυστηρότητας και υπερβολικής επιείκειας
- Έλλειψη ηθικών αναστολών
- Αφαίρεση από το παιδί της ευθύνης για τον έλεγχο της δικής του ζωής
- Έλλειψη καθοδήγησης και επιτήρησης των παιδιών.
(Eysenck, 2013∙Καραβόλτσου, 2013∙ Γεωργίου, 2000)
Επιπλέον δυσκολίες στην κοινωνικοποίηση του ατόμου μπορεί να προκληθούν από τη διάσπαση της δομικής λειτουργίας της οικογένειας (broken home) με το διαζύγιο, τον θάνατο ενός γονέα ή τη χωριστή διαβίωση (Μπαμπάλης, 2011α• Hasan, Drolet, & Paquin, 2003). Γονείς δε που κάνουν χρήση εθιστικών ουσιών σχεδόν κατά κανόνα αναμένεται να ασκούν επιθετική συμπεριφορά στα παιδιά τους, υπό την επήρεια αυτών. Ενώ δεν χρειάζεται να αναφερθεί ο σοβαρός και μη αναστρέψιμος αντίκτυπος στη ψυχοσύνθεση του παιδιού που έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση από κάποιο μέλος της οικογένειας. Οι συνέπειες και τα συμπτώματα στο παιδί είναι βαρύνουσας σημασίας, ενώ το παιδί θα δυσκολεύεται γενικά να επενδύσει στις σχέσεις του με ενήλικες.
Τέλος, αναφορικά με τη συμπεριφορά του παιδιού στο σχολικό περιβάλλον, είναι ιδιαίτερης σημασίας οι γονείς να επικοινωνούν και να συνεργάζονται στενά με τους εκπαιδευτικούς, όχι μόνο για τη γνωστική ανάπτυξη του παιδιού, αλλά και για τη συμπεριφορά του και την κοινωνικοποίησή του (Γεωργίου, 2000). Όταν τα παιδιά αισθάνονται ότι οι γονείς τους ενδιαφέρονται, είναι λιγότερο πιθανόν να απογοητεύσουν τους γονείς τους, επιδεικνύοντας αντικοινωνική και αποκλίνουσα συμπεριφορά, εφόσον έχουν ενσυναίσθηση των αντιδράσεων και απόψεων των γονιών τους (Βασιλείου, 2011).
Σχέσεις μεταξύ συζύγων
Επιπλέον, όταν η σχέση μεταξύ των συζύγων δε διακατέχεται από αλληλοσεβασμό, είναι δυνατόν να εκδηλώνονται επιθετικές συμπεριφορές μεταξύ τους (σωματικές, ψυχολογικές, λεκτικές), οι οποίες είναι πιθανόν να ανακάμψουν την ομαλή και φυσιολογική κοινωνικοποίηση του παιδιού (Hasan, Drolet, & Paquin, 2003∙ Duncan, 2004∙ Spriggs, et al., 2007). Οι γονείς, όπως προαναφέρθηκε, δρουν ως πρότυπα για τα νεαρά άτομα, τα οποία ενδέχεται, ανάλογα με το φύλο και την ιδιοσυγκρασία τους, να ταυτιστούν είτε με τον γονιό-θύτη είτε με τον γονιό-θύμα ή, αν δεν υπάρχει μια τέτοια διάκριση και εκδηλώνεται και από τα δύο μέρη-γονείς επιθετική συμπεριφορά, να θεωρήσουν αυτονόητη την επιθετικότητα ως αναπόσπαστο στοιχείο που χαρακτηρίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις (Shields & Cicchetti, 2001∙ Stevens et al., 2002).
Στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού και στην πρόσληψη και υιοθέτηση αποδεκτών συμπεριφορών μεγάλη σημασία έχει η αυτοεικόνα του παιδιού και η αυτοεκτίμηση ως ένδειξη του βαθμού επιδοκιμασίας και αποδοχής του εαυτού του. Μάλιστα, πολλοί θεωρούν την αυτοεκτίμηση ως το θεμελιώδες κίνητρο του ατόμου για αυτοπραγμάτωση και εξέλιξη, ενώ η οικογένεια και το σχολείο αναφέρονται ως δύο από τους βασικότερους παράγοντες που δρουν αποφασιστικά στον καθορισμό της.