Κεφάλαιο 6 - Παρουσίαση και ανάλυση των δράσεων και πρωτοβουλιών για την πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου σε μικρό, μέσο και μάκρο επίπεδο στην Ελλάδα και το εξωτερικό

Σκοπός

Η πρόληψη και η αντιμετώπιση φαινομένων ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού έγκειται στην εφαρμογή αποτελεσματικών προγραμμάτων, τόσο στο επίπεδο του σχολείου, όσο και σε άλλα επίπεδα. Σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι να παρουσιάσει τα προγράμματα, τις δράσεις και τις πρωτοβουλίες που εφαρμόζονται τόσο σε διάφορες χώρες του εξωτερικού, όσο και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Τα προγράμματα αυτά, σύμφωνα με έρευνες, έχουν αποδειχθεί ότι είναι αποτελεσματικά, διότι υιοθετούν μια οικοσυστημική προσέγγιση για την πρόληψη και αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων. Αυτό σημαίνει ότι εφαρμόζονται παράλληλες δράσεις σε πολλαπλά επίπεδα. Με τη μελέτη, λοιπόν, του κεφαλαίου αυτού και των διαφόρων δράσεων και πρωτοβουλιών, οι εκπαιδευόμενοι θα κατανοήσουν τη σημασία της οικοσυστημικής προσέγγισης για την πρόληψη και την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων. Επιπλέον, θα έλθουν σε επαφή με ορισμένες καλές πρακτικές για την πρόληψη και αντιμετώπιση φαινομένων ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού.

Προσδοκώμενα Αποτελέσματα

Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη του κεφαλαίου αυτού, θα είστε σε θέση να:

  • Αποσαφηνίζετε την έννοια και τη σημασία της οικολογικής-οικοσυστημικής προσέγγισης φαινομένων ενδοσχολικής βίας και σχολικού εκφοβισμού
  • Ορίζετε τόσο την έννοια της πρόληψης φαινομένων ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού όσο και τους βασικούς παράγοντες που παίζουν ρόλο σε αυτήν
  • Διακρίνετε και αναλύετε τα βασικά επίπεδα στα οποία δρουν τα περισσότερα προγράμματα πρόληψης και αντιμετώπισης της ενδοσχολικής βίας
  • Αναφέρετε και αναλύετε ορισμένα βασικά προγράμματα πρόληψης και αντιμετώπισης που εφαρμόζονται σε χώρες του εξωτερικού
  • Αναφέρετε και αναλύετε βασικά ευρωπαϊκά προγράμματα, δράσεις και πρωτοβουλίες πρόληψης και αντιμετώπισης
  • Αναφέρετε και αναλύετε βασικές δράσεις και πρωτοβουλίες πρόληψης και αντιμετώπισης που εφαρμόζονται στην Ελλάδα
  • Προσδιορίζετε ορισμένες καλές πρακτικές για την πρόληψη και αντιμετώπιση φαινομένων ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού.

Έννοιες Κλειδιά

  • Οικοσυστημική προσέγγιση
  • Πρόληψη
  • Πρόγραμμα πρόληψης και αντιμετώπισης ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού
  • Επίπεδο δράσεων προγραμμάτων πρόληψης και αντιμετώπισης
  • Ευρωπαϊκά προγράμματα πρόληψης και αντιμετώπισης
  • Προγράμματα πρόληψης και αντιμετώπισης στην Ελλάδα
  • Καλές Πρακτικές

Εισαγωγικές Παρατηρήσεις

Το κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνει επτά ενότητες. Στην πρώτη επιχειρείται η αποσαφήνιση της σημασίας της οικοσυστημικής προσέγγισης του φαινομένου της ενδοσχολικής βίας και του εκφοβισμού. Στη δεύτερη υποενότητα παρουσιάζεται η έννοια και η σημασία της πρόληψης τέτοιων φαινομένων. Στην τρίτη υποενότητα αναλύονται τα συνήθη επίπεδα στα οποία παρεμβαίνουν και δρουν τα διάφορα προγράμματα πρόληψης και αντιμετώπισης. Τα προγράμματα, οι δράσεις και οι πρωτοβουλίες που εφαρμόζονται στο εξωτερικό, στην Ευρώπη και στην Ελλάδα αναλύονται, αντίστοιχα, στην τέταρτη, στην πέμπτη και στην έκτη υποενότητα. Τέλος, στην έβδομη υποενότητα παρουσιάζονται ορισμένες καλές πρακτικές που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν για την πρόληψη και την αντιμετώπιση φαινομένων ενδοσχολικής βίας.


3. 6.1.1 Παραδοχές Οικοσυστημικής Προσέγγισης

6.1.1 Παραδοχές Οικοσυστημικής Προσέγγισης

Πριν αναφερθούμε σε δράσεις για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της σχολικής βίας και του σχολικού εκφοβισμού, θα πρέπει να κατανοήσουμε και να υιοθετήσουμε μια οικοσυστημική προσέγγιση για την αντιμετώπιση προβλημάτων των μαθητών στο σχολείο. Κατά κανόνα, όταν οι μαθητές εμφανίζουν προβληματικές συμπεριφορές, οι ειδικοί και οι παιδαγωγοί εστιάζουν στο ατομικό και στο ψυχολογικό επίπεδο επίλυσης των προβλημάτων αυτών και, συνήθως, αγνοούν το συστημικό επίπεδο. Επομένως, οι αλλαγές αυτές είναι αποσπασματικές, ασυντόνιστες, βραχυπρόθεσμες και χωρίς συνέπεια (Borgelt & Conoly, 1999).

Άρα, για να ερμηνευθεί σωστά και ολιστικά η προβληματική συμπεριφορά των μαθητών, θα πρέπει να μελετηθούν διάφορες παράμετροι του σχολικού και του ευρύτερου κοινωνικού συστήματος. Αυτή η μελέτη θα πρέπει να λαμβάνει τις κατάλληλες αποστάσεις από τη στερεότυπη ερμηνεία της ατομικής ψυχοπαθολογίας των μαθητών. Σύμφωνα με τους Apter και Conoley (1984), η προβληματική συμπεριφορά ενός παιδιού δεν θα πρέπει να θεωρείται ως μια «ασθένεια» που «κατοικεί» μέσα στο σώμα του παιδιού, αλλά ως μια δυσαρμονία και δυσλειτουργία του γενικότερου συστήματος. Επίσης, οι Cooper και Upton (1990) υποστηρίζουν ότι η προβληματική συμπεριφορά δε δημιουργείται μόνο από τον μαθητή που παρουσιάζει τη συμπεριφορά, αλλά πυροδοτείται και από προβληματικές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Επιπλέον, αποδίδουν ιδιαίτερη βαρύτητα στο γεγονός ότι η αιτία για την εμφάνιση της προβληματικής συμπεριφοράς θα πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο των δράσεων και αλληλεπιδράσεων μεταξύ των συμμετεχόντων στο συγκεκριμένο περιβάλλον.


H οικοσυστημική προσέγγιση, λοιπόν, βασίζεται στα εξής:

  • Η προβληματική συμπεριφορά κατανοείται καλύτερα μέσα σε ένα πλαίσιο αλληλεπιδράσεων που τη συντηρούν. Αυτό λαμβάνει χώρα χωρίς όσοι εμπλέκονται (π.χ. εκπαιδευτικοί) να το συνειδητοποιούν. Μ’ άλλα λόγια, οι εκπαιδευτικοί ή οι γονείς ενθαρρύνουν την προβληματική συμπεριφορά των μαθητών με κάποιες από τις δικές τους συμπεριφορές (για παράδειγμα, αγνόηση περιστατικών, απειλές, προσβολές προς τους μαθητές κ.ά.)
  • Στη συνέχιση της προβληματικής συμπεριφοράς συμβάλλουν και οι γονείς ή και οι εκπαιδευτικοί. Οι γονείς ή/και οι εκπαιδευτικοί συνεχίζουν να αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο απέναντι στην προβληματική συμπεριφορά και, χωρίς να το συνειδητοποιούν και να το επιδιώκουν, συμβάλλουν στη διαιώνιση του προβλήματος
  • Μια αλλαγή στην προβληματική συμπεριφορά μπορεί να οδηγήσει και σε άλλες αλλαγές και μακροχρόνιες θετικές επιπτώσεις σε πολλές πλευρές της συμπεριφοράς του μαθητή (Ματσόπουλος, 2009).


Συνεπώς, η παρέμβαση και η τροποποίηση των συστημάτων (εκπαιδευτικοί, σχολεία, οικογένειες, τοπικές κοινωνίες) μέσα στα οποία εμπλέκονται και αλληλεπιδρούν οι μαθητές, είναι ζωτικής σημασίας.


Ο βαθμός στον οποίο εμπλέκονται τα σχολεία, οι οικογένειες ή οι τοπικές κοινωνίες στο φαινόμενο της σχολικής βίας σχετίζεται με τη σοβαρότητα, τη συχνότητα και την ένταση του σχολικού εκφοβισμού και της βίας. Μπορούμε, λοιπόν, να συμπεράνουμε πως είναι απαραίτητη η υποστήριξη των σχολείων για την εφαρμογή αποτελεσματικών δράσεων πρόληψης και αντιμετώπισης της σχολικής βίας, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη όχι μόνο την εφαρμογή καλών πρακτικών, αλλά και την κουλτούρα και το κοινωνικο-οικονομικό status της χώρας στην οποία εφαρμόζονται.


Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, δεν υπάρχει μια καθολική λύση για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της σχολικής βίας. Δεν μπορεί να δημιουργηθεί και να εφαρμοστεί ένα πρότυπο ή ένα σύστημα που να βοηθά στην αντιμετώπιση του φαινομένου σε όλες τις χώρες. Κι αυτό συμβαίνει, διότι, σύμφωνα με ερευνητικά ευρήματα, τα αίτια της βίας, αλλά και η ίδια η φύση των περιστατικών σχολικής βίας, διαφέρουν τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά από χώρα σε χώρα. Έτσι, άλλου τύπου είναι η σχολική βία που καταγράφεται στις Η.Π.Α. (για παράδειγμα, οπλοφορία, νεκροί, αστυνομικές παρεμβάσεις κ.λπ.) και άλλου τύπου στην Ευρώπη (κυρίως στη Δυτική Ευρώπη) ή και στην Ελλάδα ακόμα. Επίσης, άλλα συστήματα (όπως στις Η.Π.Α.) επιδεικνύουν μηδενική ανοχή (zero-tolerance policies), θεωρώντας ως «βία» το παραμικρό συμβάν, ενώ σε άλλες χώρες αρκετά συμβάντα θεωρούνται κοινωνικώς αποδεκτά ή θεωρούνται ως παιχνίδια μεταξύ της παρέας των μαθητών.

Δραστηριότητα 2 / Κεφάλαιο 6  

Προαιρετικά, μέσω του αντίστοιχου θέματος στην Ομάδα συζητήσεων για δραστηριότητες

Μελετήστε το παρακάτω περιστατικό και στη συνέχεια προσπαθήστε να απαντήστε στην ερώτηση που ακολουθεί. 

«Στις 26 Μαΐου 2009, ημέρα Τρίτη και ώρα 18:30 και ενώ οι εκπαιδευόμενοι ήταν στις αίθουσες διδασκαλίας, στον διάδρομο ακούστηκαν έντονοι διαπληκτισμοί μεταξύ δύο γυναικών. Η Γραμματέας του σχολείου, βγαίνοντας από το γραφείο της Διεύθυνσης, για να δει τί συμβαίνει, είδε μία εκπαιδευόμενη του Α’ Κύκλου (τη Μ.) να κατεβαίνει τις σκάλες, κλαίγοντας. Από την εξωτερική κατάσταση της Μ., δηλαδή τραβηγμένα ρούχα, ακατάστατα μαλλιά, κοκκινισμένο πρόσωπο, κατάλαβε ότι, εκτός του λεκτικού καυγά, θα πρέπει να είχε προηγηθεί και σωματική πάλη. Σε ερώτησή της τί συμβαίνει, η Μ. απάντησε «τίποτα» και έφυγε απ’ το σχολείο. Για τις επόμενες δύο ημέρες η Μ. απουσίαζε απ’ το σχολείο»

ΠΗΓΗ: «I Am Not Scared Project» http://iamnotscared.pixel-online.org/case_studies_scheda.php?id_doc=941&doc_lang=&part_id=5&qst03=&qst04= 

Πώς θεωρείτε ότι θα έπρεπε να αντιδράσει η Γραμματέας του σχολείου; 
Τί θεωρείτε πως θα συνέβαινε αν η Γραμματέας αγνοούσε το γεγονός και το θεωρούσε λήξαν;